Η αγαπημένη κι ίσως λιγάκι παρεξηγημένη μας βροχή, την οποία εμείς οι φανατικοί ανυπομονούμε να νιώσουμε να μας βαράει από παντού. Φανατικοί με την καλή έννοια φυσικά, αφού μας λείπει και τη νοσταλγούμε όταν δεν μπορεί να μας τιμήσει με την παρουσία της και δεν θέλουμε να μας αποχωριστεί, όταν επιτέλους έρθει η στιγμή να εμφανιστεί.
Είναι αυτοί που σιχαίνονται τη βροχή και την εθιστική αταξία που τη χαρακτηρίζει κι είμαστε κι εμείς που λατρεύουμε την αίσθηση που μας προκαλεί. Αυτοί που κάνουν συλλογή από ομπρέλες κι εμείς που δεν ξέρουμε τι είναι και πού χρησιμεύουν. Και δε μας ενδιαφέρει κιόλας, αφού προτιμάμε να περπατάμε αμέριμνοι στη βροχή και να την αφήνουμε να ξεπλένει από πάνω μας τη σκουριά της καθημερινότητας και τη σκόνη της ρουτίνας. Έτσι καταλαβαίνουμε πως είναι ένα είδος κάθαρσης η βροχή, που δε θα πάψουμε ποτέ να νοσταλγούμε.
Τη νιώθουμε να μας πλημμυρίζει απ’ την κορυφή ως τα νύχια και δε δίνουμε σημασία στους κομπλεξικούς που δε θα μπορούσαν να καταλάβουν τη σημασία της ακόμη κι αν τους βαρούσε με πέτρες στο κεφάλι. Γιατί πάντα θα υπάρχουν κι αυτοί οι ξενέρωτοι περαστικοί που θα καρφώνουν τα βλέμματά τους επάνω μας, λες κι είμαστε εκθέματα σε μουσείο και θα κατακρίνουν την –αδιανόητη γι’ αυτούς– επιλογή μας να περπατάμε, να τρέχουμε και να τραγουδάμε στη βροχή. Σαν μικρά παιδιά που απολαμβάνουν αυτά που οι μεγάλοι θεωρούν ασήμαντα, γιατί πολύ απλά δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόμη πως είναι τελικά τα πιο σημαντικά.
Σίγουρα θ’ αναρωτιέστε όμως, τι απαντάμε σ’ αυτούς που διακόπτουν τις στιγμές ευτυχίας μας με τις αδιάκριτες ματιές τους και τις ακόμη πιο ηλίθιες –με συγχωρείτε– ερωτήσεις περί βροχής τέλος πάντων. Καλά ρε φίλε, τι ζόρι τραβάς εσύ για τον αν εγώ περπατάω στη βροχή χωρίς ομπρέλα ή όχι; Ποιο το πρόβλημα δηλαδή; Όχι, για να καταλάβω. Καταπατούνται με κάποιο τρόπο τα δικαιώματά σου ή έτσι απλά είπες να μου τη σπάσεις και να σπαταλήσεις τον πολύτιμο χρόνο μου με τα άκυρα ερωτήματά σου;
Και στην τελική, αν σ’ ενοχλεί τόσο πολύ που εγώ απολαμβάνω κάτι που εσύ απεχθάνεσαι χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, κρύψου κάτω απ’ την ομπρελίτσα σου και μην ασχολείσαι με το τι συμβαίνει πάνω και γύρω απ’ αυτήν. Αφού την έχεις εντάξει στη ζωή σου ως κάτι σημαντικό και απαραίτητο για την επιβίωσή σου, ασχολήσου μ’ αυτήν και μόνο. Κι όχι με εμάς που δεν της δίνουμε καμία αξία κι απλά κάνουμε το αντίθετο απ’ αυτό που είναι σχεδιασμένη να αποτρέπει.
Χειρότεροι απ’ τους σπαστικούς περαστικούς όμως, είναι οι κύριοι κι οι κυρίες που ισχυρίζονται με –περιττά κατά την άποψή μου- λόγια ότι λατρεύουν τη βροχή. Και προσπαθούν μάλιστα απεγνωσμένα να φανούν πειστικοί, παίρνοντας αυτό το βλέμμα το μελαγχολικό κι αρχίζοντας τις περιγραφές που είμαι σίγουρη ότι αποτελούν προϊόν μυθοπλασίας.
Για πείτε μου όμως όλοι εσείς, γιατί κάθε φορά που βρέχει σας βλέπω να περπατάτε κουνιστοί και λυγιστοί, με τις ομπρέλες σταθερή αξία πάνω απ’ το κεφάλι; Τι φοβάστε, ότι θα χαλάσει το μαλλί ή ότι θα ξεθωριάσει το μακιγιάζ;
Τελικό συμπέρασμα; Δεν είναι δυνατόν, να λες πως αγαπάς κάτι τόσο πολύ και κάθε φορά που σου χτυπά την πόρτα να κάνεις ό,τι περνάει απ’ το χέρι σου για να κρυφτείς. Η βροχή, φίλοι μου, δεν είναι για να τη θαυμάζουμε με λόγια, αλλά με πράξεις. Και δεν πρέπει για κανέναν λόγο να μην εκμεταλλευόμαστε την ευκαιρία κάθαρσης που μας προσφέρει.
Την επόμενη φορά που θα βρέξει λοιπόν, μη διστάσεις κι εσύ που φοβάσαι να γευτείς την ελευθερία, να ορμήξεις σαν ιππότης δίχως όμως πανοπλία και να γίνεις μέρος της βροχής. Να κλέψεις λίγο απ’ το μυστήριο και τη μαγεία της και να τα εντάξεις στην καθημερινότητά σου. Πίστεψέ με, το αξίζει. Γιατί τίποτα δε θα μπορέσει να σου προσφέρει αυτό που θα σου χαρίσουν μερικές σταγόνες βροχή, που θα γίνουν ένα με το δέρμα σου και θα αγγίξουν την ψυχή και το μυαλό σου.
Επιμέλεια Κειμένου Έλενας Γεωργίου: Πωλίνα Πανέρη